Ο οργανισμός ανανεώνεται διαρκώς. Κάθε μέρα, αντιμετωπίζει μια τιτάνια πρόκληση: καλείται να δομήσει 30 δισεκατομμύρια νέα κύτταρα (αναβολισμός). Ωστόσο, για να διατηρήσει την ομοιόσταση, καλείται και να καταστρέψει την ίδια ποσότητα κυττάρων.
Η διάσπαση των παλιών, φθαρμένων κυττάρων αφήνει μια τεράστια ποσότητα κυτταρικών υπολειμμάτων, τα οποία αναλαμβάνει αμέσως να αποβάλει το λεμφικό σύστημα. Τα απόβλητα δύναται να αποβληθούν μόνον αν υπάρχει επαρκής ποσότητα νερού για να τα μεταφέρει εκτός του οργανισμού.
Αν όμως ο οργανισμός είναι αποδυναμωμένος εξαιτίας της υπερδιέγερσης, της υπερφαγίας και της υπνικής στέρησης (και οι τρεις αυτοί παράγοντες έχουν αφυδατική επίδραση), η αποτοξίνωση δυσχεραίνεται, με επακόλουθο τα τοξικά απόβλητα να συσσωρεύονται στα λεμφαγγεία. Αν κάποιες από αυτές τις τοξίνες εισέλθουν στο αίμα, προκαλείται τοξιναιμία.
Προκειμένου να αποφευχθεί αυτή η εξέλιξη και να διατηρηθεί το αίμα καθαρό, ο οργανισμός απορρίπτει μεγάλο μέρος αυτών των τοξινών στον συνδετικό ιστό (το υγρό που περιβάλλει τα κύτταρα). Επειδή το λεμφικό σύστημα, το οποίο είναι επιφορτισμένο με την αποβολή του μεγαλύτερου μέρους των κυτταρικών μεταβολικών αποβλήτων, των νεκρών κυττάρων και των όξινων πρωτεϊνών αίματος από τον συνδετικό ιστό, είναι ήδη σε συμφόρηση, το κυτταρικό περιβάλλον δεν καθαρίζεται σωστά και καθίσταται ολοένα και πιο τοξικό. Το PΗ του κυτταρικού περιβάλλοντος γίνε¬ται ολοένα και πιο όξινο. Όταν ο συνδετικός ιστός φτάσει σε σημείο κορεσμού, αδυνατώντας να στεγάσει άλλες τοξίνες, οι τοξικές ουσίες εισέρχονται στα αιμοφόρα αγγεία και τα κύτταρα διαφόρων οργάνων. Τα πρώτα κύτταρα που δέχονται εισβολή τοξινών είναι και τα πρώτα που στερούνται νερό, οξυγόνο και θρεπτικά στοιχεία και κατά συνέπεια είναι και τα πρώτα που σηματοδοτούν την κρίση τοξίκωσης. Η κρίση τοξίκωσης αντικατοπτρίζει την κατακράτηση όξινων στοιχείων (οξέωση), όπως το γαλακτικό οξύ, το ουρικό οξύ, η αμμωνία, η ουρία, οι πρωτεΐνες αίματος και ασφαλώς διάφοροι τύποι τοξινών.
Παρότι μόνο ένα όργανο ή τμήμα του σώματος παρουσιάζει συμπτώματα οξέωσης, όπως το έλκος, η απόφραξη αγγείων ή ο όγκος, ουσιαστικά νοσεί όλος ο οργανισμός. Για να αντιμετωπίσει αυτή την επισφαλή κατάσταση, ο οργανισμός επιστρατεύει όλα τα συστήματα και τα όργανα του, προκειμένου να αγωνιστεί για την επιβίωση του. Αυτό το επιτυγχάνει αντλώντας ενέργεια από το πεπτικό σύστημα, τους μυς και άλλες περιοχές. Αυτή η συντονισμένη κίνηση προσφέρει στο ανοσοποιητικό σύστημα επαρκή ενέργεια και πόρους για να καταπολεμήσει την απειλή που αντιμετωπίζει ο οργανισμός εξαιτίας των τοξινών. Γι’ αυτό τη διάρκεια της ανοσοαπόκρισης, το άτομο μπορεί να αισθάνεται αδύναμο, κουρασμένο και άρρωστο. Ωστόσο, σε εκείνη τη φάση δεν πρέπει να διακοπεί η αυτοθεραπευτική προσπάθεια του οργανισμού μέσω φαρμάκων, παρακολούθησης τηλεόρασης, συγκινήσεων ή διεγερτικών δραστηριοτήτων. Ο οργανισμός χρειάζεται ανάπαυση.
Κατά τη διάρκεια μιας κρίσης τοξίκωσης, οι περισσότεροι άνθρωποι πανικοβάλλονται και σπεύδουν στο γιατρό, ο οποίος προσπαθεί αμέσως να καταστείλει τα συμπτώματα της θεραπευτικής απόκρισης του οργανισμού, η οποία χαρακτηρίζεται «ασθένεια». Μετά από μερικές επεμβάσεις παρόμοιου τύπου, οι οποίες εν γένει βασίζονται στη φαρμακοθεραπεία, η κατάσταση αυτή μετατρέπεται από οξεία σε χρόνια.
Οι χρόνιες παθήσεις αυξήθηκαν σε τεράστιο βαθμό όταν καθιερώθηκαν οι ιατρικές παρεμβάσεις όπως η φαρμακοθεραπεία, οι χειρουργικές επεμβάσεις και η ακτινοθεραπεία. Όλες αυτές οι αγωγές κωλύουν τη θεραπευτική απόκριση του οργανισμού. Παρότι η ιατρική παρέμβαση έχει σώσει τη ζωή πολλών ανθρώπων που αντιμετώπιζαν οξεία περιστατικά όπως ένα καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο, έχει καταφέρει ελάχιστα στην αντιμετώπιση των χρόνιων παθήσεων. Και δεν πρόκειται να το καταφέρει ποτέ, παρεκτός αν κάνει πέρα τη σνμπτωματοκεντρική της προσέγγιση και υιοθετήσει την αιτιοκεντρική.
Andreas Moritz